Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆς ἀσθενείας

См. также в других словарях:

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

  • Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …   Dictionary of Greek

  • υπερθυρεοειδισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται και «εξώφθαλμη βρογχοκήλη» ή «διάχυτη τοξική βροχγοκήλη» και οφείλεται σε μια υπερέκκριση ορμονών του θυρεοειδούς που είναι μερικά τοξικές. Η έναρξη της ασθένειας είναι ύπουλη. Τα αρχικά συμπτώματα αντιπροσωπεύονται γενικά από …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που …   Dictionary of Greek

  • νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… …   Dictionary of Greek

  • τσε-τσε — (glossina palpalis). Έντομο της οικογένειας των μυϊιδών. Η μύγα αυτή, το κοινό όνομα της οποίας οφείλεται στον βόμβο που κάνει όταν πετάει, ζει στις υγρές ζώνες της κεντρικής και δυτικής Αφρικής· έχει μήκος 8 10 χιλιοστόμετρα και είναι… …   Dictionary of Greek

  • немощь — НЕМОЩ|Ь (272), И с. 1.Бессилие, слабость, немощь: придеть бо старость съ немощью. (μετὰ ἀσϑενείας) Изб 1076, 240; не имыи ѹ себе ничьсоже. развѣ одежа ти мало хлѣба. немощи дѣлѧ телесьны˫а. ЖФП XII, 31а; ови ѹбо или старости ради. или немощи ради …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»